- αναδασμός
- ο уст. перераспределение, передел земли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναδασμός — redistribution masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδασμός — Με κρατική επέμβαση μπορεί να γίνει ανακατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας μιας περιφέρειας, ώστε να δημιουργηθούν ενιαίοι (στη θέση των διάσπαρτων) αγροτικοί κλήροι, για την καλύτερη εκμετάλλευση και επωφελέστερη αξιοποίηση των αγροτικών κτημάτων … Dictionary of Greek
αναδασμός — ο το ξαναμοίρασμα γης: Ο αναδασμός θα βοηθούσε στην εντατικότερη καλλιέργεια των χωραφιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναδασμοῖς — ἀναδασμός redistribution masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδασμοί — ἀναδασμός redistribution masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδασμοῦ — ἀναδασμός redistribution masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδασμούς — ἀναδασμός redistribution masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδασμῶν — ἀναδασμός redistribution masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδασμῷ — ἀναδασμός redistribution masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδασμόν — ἀναδασμός redistribution masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français